- κυλίνδομαι
- κυλίνδωrollpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
προκυλίνδομαι — και προκυλίομαι Α 1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός 2. προκυλινδοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»] … Dictionary of Greek
προκυλινδούμαι — έομαι, Α κυλώ, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου («προκυλινδεῑται ἡ πέρδιξ τοῡ θηρεύοντος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλινδοῦμαι, ποιητ. τ. τού κυλίνδομαι] … Dictionary of Greek
προπροκυλίνδομαι — Α (επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι) 1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον 2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος … Dictionary of Greek
συγκυλίνδομαι — και συγκυλινδοῡμαι, έομαι, Α (για τους επιρρεπείς στις ακολασίες και στις ηδονές) κυλιέμαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυλίνδομαι / οῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
τρικυλίνδητος — και τρικαλίνδητος, ον, Α αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
ԾՐԴԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1028 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c ձ. κυλίδομαι, κυλίνδομαι volvor, volutor. կամ ըստ եբր. նիքէթթամ. maculosus sum. Իբր ծրտիւք աղտեղեալ. շաղախիլ. թաթաւիլ. նարկանիլ. թաւալիլ յաղտեղութիւնս. (իսկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)